ἐκπληρώσω

ἐκπληρώσω
ἐκπληρόω
fill up
aor subj act 1st sg
ἐκπληρόω
fill up
fut ind act 1st sg
ἐκπληρόω
fill up
aor subj act 1st sg
ἐκπληρόω
fill up
fut ind act 1st sg
ἐκπληρόω
fill up
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἐκπληρόω
fill up
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτοδεσμεύομαι — δεσμεύω τον εαυτό μου αναλαμβάνοντας να εκπληρώσω κάποια υποχρέωση ή υπόσχεση …   Dictionary of Greek

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • πτωχεύω — ΝΜΑ [πτωχός] νεοελλ. κηρύσσομαι σε πτώχευση, αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές υποχρεώσεις μου, κν. φαλίρω μσν. αρχ. είμαι φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία (α. «πτωχεύειν ἤρξατο ὁ τὰ πλούσια δῶρα χαριζόμενος», Μηναί. β. «ἤ πῶς ἄν οὗτος… …   Dictionary of Greek

  • χρεωκοπώ — και χρεοκοπώ / χρεωκοπῶ και χρεοκοπῶ, έω, ΝΑ [χρεωκόπος] νεοελλ. 1. αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, να πληρώσω τα χρέη μου, κηρύσσω πτώχευση 2. μτφ. εκπίπτω ηθικώς, χάνω την ισχύ και το κύρος μου, αποτυγχάνω, φαλίρω («πέτυχε …   Dictionary of Greek

  • φτωχεύω — φτώχεψα, φτωχεμένος 1. αμτβ., γίνομαι φτωχός, φτωχαίνω. 2. (νομ.), έρχομαι σε κατάσταση φτώχεψης (βλ. λ.), δεν μπορώ να εκπληρώσω τις οικονομικές υποχρεώσεις μου, χρεοκοπώ, φαλίρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”